- βροντερός
- -ή, -όεπίρρ. βροντερά αυτός που παράγει βροντή, κρότο: Είναι ομιλητής με βροντερή φωνή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βροντερός — ή, ό [βροντή] ηχηρός σαν βροντή («βροντερή καμπάνα», «βροντερή φωνή», «βροντερό κύμα», «βροντερά τραγούδια») … Dictionary of Greek
αλίδουπος — ἁλίδουπος, ον και ἁλίγδουπος (Α) 1. (για τον Ποσειδώνα) αυτός που ηχεί στη θάλασσα 2. (για τη θάλασσα) πολυθόρυβος, βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος ήχος» ο τ. ἁλίγδουπος εκφραστικός σχηματισμός] … Dictionary of Greek
αλισμάραγος — ἁλισμάραγος, ον (Α) βροντερός σαν θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι (< ἅλς) + σμάραγος < σμαραγῶ ( έω) «σπάζω, κάνα) θόρυβο»] … Dictionary of Greek
βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… … Dictionary of Greek
βροντώδης — ες (Μ βροντώδης, ες) [βροντή] βροντερός … Dictionary of Greek
γαργαριστός — ή, ό [γαργαρίζω] 1. (για τρεχούμενα νερά) ο γάργαρος, ο διαυγής 2. (για ήχο) α) ο καθαρός, ο μεταλλικός β) ο βροντερός … Dictionary of Greek
δυνατός — ή, ό (AM δυνατός, ή, όν Μ και δυνατός, όν) [δύναμη] 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός 2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.») 3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός») 4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει,… … Dictionary of Greek
ελασίβροντος — ἐλασίβροντος, ον (Α) 1. αυτός που εξακοντίζει βροντές 2. αυτός που εκσφενδονίζεται σαν βροντή, μπουμπουνιστός, βροντερός … Dictionary of Greek
πολύβρομος — ον Α πολύ βροντερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόμος «ισχυρός κρότος, βροντή» (< βρέμω), πρβλ. βαρύ βρομος] … Dictionary of Greek
βροντώδης — ης, ες γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο βροντερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)